- νειοτομεύς
- νειοτομεύς, -έως, ὁ (Α)(για το άροτρο) αυτός που οργώνει χέρσα γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός «αγρός» + τομεύς (< τέμνω), πρβλ. ιατρο-τομεύς, περι-τομεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νειοτομῆα — νειοτομεύς one who breaks up a fallow masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)